- Θεοφίλους
- Θεόφιλοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοφιλοῦς — θεοφιλής dear to the gods masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφίλους — θεόφιλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боголюбивыи — (104) пр. 1.Любящий бога: Б҃олюбивыи же кънѩзь изѩславъ. иже по истинѣ бѣ теплъ на вѣроу. ˫аже къ г҃оу нашемоу iс҃у х҃ къ прѣст҃ѣи мт҃ри ѥг ЖФП XII, 53в; къ приѥмъшемоу оубо тъгда ц(с)рьство. сквьрнавыи пришьдъ. никифороу гл҃ю злонравьномоу. иже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μετουσία — η (ΑΜ μετουσία) [μέτειμι (Ι)] νεοελλ. μσν. φρ. «ἡ θεία μετουσία» η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία αρχ. 1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῡς ἑορτῆς», Αριστοφ.) 2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα 3.… … Dictionary of Greek